- εὐτέχνως
- εὔτεχνοςskilfully wroughtadverbialεὔτεχνοςskilfully wroughtmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευτεχνής — εὐτεχνής, ές (ΑΜ) 1. εύτεχνος*, κατασκευασμένος ωραία, με τέχνη 2. επιδέξιος, επιτήδειος 3. αυτός που έχει σχεδιαστεί καλά. επίρρ... εὐτεχνῶς (ΑΜ) επιδέξια με επιτηδειότητα, με τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τεχνης (< τέχνη), πρβλ. κακο τεχνής,… … Dictionary of Greek
εύτεχνος — εὔτεχνος, ον (ΑΜ) (για πράγματα) αυτός που είναι έντεχνα κατασκευασμένος αρχ. (για πρόσ.) έμπειρος στην τέχνη, βαθύς γνώστης τής τέχνης. επίρρ... εὐτέχνως (ΑΜ) επιτήδεια, επιδέξια, με τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακό… … Dictionary of Greek
ԱՐՈՒԵՍՏԱՒՈՐԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 0373 Chronological Sequence: Unknown date Տ. ԱՐՈՒԵՍՏԱԲԱՐ. Իսկ *Բարիոք արուեստաւորապէսʼʼ. երկիցս դնի ʼի Պրպմ. ՟Լ՟Բ. որպէս յն. εὑτέχνως , այսինքն քաջարուեստաբար … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)